παυσωλή

παυσωλή
ἡ, Α
η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ' ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ- τού παύω (πρβλ. τον αόρ. -παυσ-α και τα σύνθ. με παυσ[ι]-) με την κατάλ. -ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. -el, λατ. -ēla), πρβλ. τερπ-ωλή, φειδ-ωλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυσωλή — rest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυσωλήν — παυσωλή rest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπαυσωλή — μεταπαυσωλή, ἡ (Α) παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παυσωλή «ανάπαυση»] …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • paus- —     paus     English meaning: to let go     Deutsche Übersetzung: “los , ablassen”     Material: Gk. παύω “make cease”, Med. “hear auf, lasse ab”, παῦλα “ tranquility “, παυσωλή “rest”; O.Pruss. pausto “wild”, O.C.S. pustъ “ deserted, abandoned,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”